Με την απαγόρευση κυκλοφορίας των πολιτών, ως έκτακτο μέτρο θεσπισμένο με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για την αντιμετώπιση του ιού ΣΑΡΣ-ΚΟΒ-2, παραβιάζονται μία σειρά θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατοχυρωμένων τόσο στο Σύνταγμα όσο και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η λήψη τόσο σοβαρών κατασταλτικών ατομικών μέτρων από την (όποια) Κυβέρνηση πρέπει να συμβαίνει σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις, απόλυτα αιτιολογημένα, αφού πρώτα δοκιμαστούν ηπιότερα, ως προς τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, μέτρα. Σε αντίθετη περίπτωση, η εκτελεστική εξουσία περνάει στη σφαίρα καταχρηστικών πρακτικών που ξεκάθαρα ανήκουν σε άλλα, αυταρχικά, καθεστώτα.
Η έλλειψη επαρκούς πολιτικού σχεδιασμού και η διάλυση ή η ελλειμματική λειτουργία εθνικών συστημάτων υγείας (βλ. κατάρρευση ΕΣΥ, σκάνδαλο ΚΕΕΛΠΝΟ, Ντυνάν κλπ για την Ελλάδα) οδηγεί αδύναμες και σε οικονομική συρρίκνωση μικρές χώρες να υιοθετούν πρακτικές δυνατών οικονομικά κρατών, άκριτα και χωρίς προσαρμογή στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε χώρας και κάθε λαού.
Προκειμένου λοιπόν να δικαιολογηθούν τα ακραία και πρωτόγνωρα για κάθε υγιή δημοκρατία περιοριστικά μέτρα, γίνεται επίκληση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος.
Ωστόσο, ζήτημα προκύπτει όταν η επίκληση ενός συνταγματικού δικαιώματος καταλύει μία σειρά άλλων συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, τα οποία μάλιστα έχουν και ιδιαίτερο ηθικό βάρος αφού αποτελούν εγγυητή του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως αυτό σταθεροποιήθηκε στη χώρα μας με τη μεταπολίτευση και την τραυματική απολυταρχική διακυβέρνηση της προηγηθείσας δικτατορίας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι τα υιοθετηθέντα μέτρα περιορισμού και σχεδόν αποκλεισμού μετακίνησης των πολιτών αποτελούν απόλυτη καταστολή του δικαιώματος ελεύθερης μετακίνησης του πολίτη, όπως κατοχυρώνεται αυτό από το θεμελιώδες άρθρο 5 παρ. 4 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει ρητά κάθε μέτρο που περιορίζει σε κάθε πολίτη την ελεύθερη κίνηση και εγκατάσταση εντός της επικράτειας. Επειδή, το παρόν Σύνταγμα αποτελεί προϊόν της αμέσου εποχής της κατάρρευσης του δικτατορικού καθεστώτος, η παρούσα συνταγματική αναφορά αποτελεί ιδιαιτέρας νομικής, κοινωνικής και ηθικής βαρύτητας διάταξη, καταλυόμενη μόνον από τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα προκρίνει.
Επιπλέον, κανένα ατομικό δικαίωμα, όπως το Σύνταγμα τα ορίζει, δεν ασκείται ανεξέλεγκτα και χωρίς περιορισμούς, όταν θίγει άλλα συνταγματικά δικαιώματα ή όταν βάση της Αρχής της Προφύλαξης είναι δυνατόν να περιοριστεί αυτό, για την εξυπηρέτηση ειδικών περιστάσεων και δημοσίων κινδύνων.
Μετρητής λοιπόν σε μια τέτοια περίπτωση είναι η Αρχή της Αναλογικότητας, όπως καθιερώνεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος και νομιμοποιεί κάθε διοικητικό μέτρο, το οποίο θίγει δικαίωμα και εν προκειμένω συνταγματικό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, παρά μόνο εάν δεν υπάρχει άλλη οδός ή έχει αποδειχθεί επιστημονικά, πολιτικά, κοινωνικά, ιατρικά ότι η ακραία αυτή, αντισυνταγματική επιλογή είναι πανάκεια και θα λύσει το πρόβλημα.
Η αρχή της Αναλογικότητας επιβάλλει στη Διοίκηση να επιβάλλει με τη σειρά της τα δυσμενή για τον διοικούμενο μέτρα, τα οποία θίγουν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματά του, μόνο κι εάν τα μέτρα αυτά είναι πρόσφορα για την επίτευξη του σκοπού για τον οποίο ελήφθησαν, αναγκαία και αναλογικά.
Αν σταθούμε λοιπόν στις προϋποθέσεις του προσφόρου και του αναλογικού των κατασταλτικών μέτρων, θα πρέπει αυτά να έχει αποδειχθεί ότι είναι τα μόνα μέτρα που μπορούν να εξαλείψουν τον κίνδυνο, αφού όμως έχουν προταθεί και τεθεί σε λειτουργία ηπιότερα μέτρα, ενώ επιπλέον η ζημιά ή καλύτερα η «θυσία» που υφίστανται άλλα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, θα πρέπει να είναι πολύ μικρότερη του αποδεδειγμένου οφέλους του ακραίου μέτρου, κάτι που πρέπει να δικαιολογείται επαρκώς από τη Διοίκηση, ώστε να μην παραβιάζεται το Σύνταγμα.
Έτσι λοιπόν, όποια ενέργεια της Διοίκησης να καταπολεμήσει τον ιό, θα πρέπει να βασίζεται σε ακλόνητα ιατρικά κι εν γένει επιστημονικά δεδομένα, να έχει δοκιμαστεί στην πράξη (καθώς δεν είναι η πρώτη φορά πανδημίας) αλλά και να αποτελεί την τελική δράση της Διοίκησης, αφού έχει λάβει κι άλλα μέτρα αντιμετώπισης της επικινδύνου κατάστασης πριν το ακραίο αυτό μέτρο, αφού το μέτρο του εγκλεισμού κατ’οίκον θίγει ήδη τα δικαιώματα μετακίνησης, ανάπτυξης της προσωπικότητας, κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως αυτά κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.
Θα μπορούσε ενδεικτικά η Διοίκηση να χρησιμοποιήσει τρόπους αναζήτησης των νοσούντων και να τους θέσει σε καραντίνα, να διανείμει μηχανήματα αναγνώρισης του ιού στους πολίτες ή να δημιουργήσει κέντρα ελέγχου, ώστε συνεχώς να διεξάγονται δειγματοληψίες, ώστε να εντοπίσουν και απομονώσουν τον ιό και να ενισχύσουν γενικώς το σύστημα υγείας με κατ’εξαίρεση προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Όταν κι αν αυτά αποτύγχαναν ή δεν αρκούσαν, θα μπορούσε ευκολότερα η Διοίκηση να δικαιολογήσει μέτρα αποκλεισμού σε βάρος της ελευθερίας του πολίτη και του ανθρώπου εν γένει, απαραίτητο στοιχείο ψυχικής ισορροπίας κι αντιμετώπισης της αχανούς νέας πραγματικότητας.
27-Μαρ-2020 του Παναγιώτη Λογγινίδη
Δικηγόρος παρ´ Αρείω Πάγω – Διδάκτορας Ευρωπαϊκού Δικαίου Τουλούζης, Γαλλία.
για Gymnosophy