Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΔΙΑΧΩΡΙΖΕΙ, ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΕΝΟΣ

Τι κι αν οι διαφωτιστές διαρρήγνυαν τα ιμάτια τους για την πλήρη πρόσβαση στη γνώση και την τέχνη του λαού, του πλήθους και του κάθε ατόμου, ασχέτως χαρακτηριστικών, προς επιδίωξη τελικά της ελευθερίας, ως ορμέμφυτης τάσης που έχει χαριστεί στον άνθρωπο από τη φύση που μόνο ελεύθερα λειτουργεί, ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός, ακολουθεί δυστυχώς την στρογγυλεμένη τάση του επίσης συγχρόνου αστού, ο οποίος, παγιδευμένος στην κυριολεξία στους τέσσερις τοίχους, παράγει μόνο ανελεύθερα προϊόντα, για να τα καταναλώσει πάλι ανελεύθερα, σαν καταναλωτής σε σούπερ-μάρκετ.

Άλλως να το πει κανείς, η τοτεμοποίηση του αντικειμένου ως ιερού, του οποίου η θέση πια είναι δεσποτική για τον ανθρώπινο ψυχισμό, φτάνοντας ίσα με την αναίρεση του λόγου, ως parole κι ως discours, πόσο μάλλον ως έπος, οδήγησε ακριβώς αυτήν την αντανάκλαση στην ανθρώπινη δράση και σκέψη, σαν ενέργεια άψυχης κατανάλωσης, μιας ακόμα πιο άψυχης παραγωγής.

Από αυτή τη μοιραία πορεία δε γλίτωσε ούτε το φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης της Θεσσαλονίκης, αφού ως προϊόν πολιτιστικής κουλτούρας, ακολούθησε τους ρυθμούς της παρακμής του, ήδη από τη δεκαετία του 2000, τη δεκαετία που άρχισαν να φεύγουν οι τελευταίοι μεγάλοι της τέχνης αυτής. Κι αν ο Ουελμπέκ έγραφε σοφά πως η σύγχρονη ζωή, απογυμνωμένη από την επιθυμία (desire), την οργανική κι ολική δύναμη, τη στραμμένη με σθένος προς την εκπλήρωσή της, ουσιαστικά παράγει μια αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου (φαντασιακού η πραγματικού), αποκομμένη πια από όποια εσωτερική αναφορά, δηλαδή εμπεριέχουσα κριτικό σχολιασμό, κανείς δε φανταζόταν ότι τα τόσα χρόνια ενός χορτασμένου αστικού πολιτισμικού ξεφαντώματος, με σπατάλη χιλιάδων χρημάτων και πήγαινε – έλα άλλων τόσων καλλιτεχνών (!), θα οδηγούσε τελικά, όχι μόνο στην ανούσια παραγωγή πολυπληθών αδιάφορων πολιτιστικών (υπο) προϊόντων αλλά και στην ασύλληπτη ιδέα του ίδιου του πολιτισμού να λειτουργήσει κόντρα στις αρχές που τον γέννησαν, αυτήν της οικουμενικότητας αλλά και της τοπικότητας συνάμα, της απλότητας, της αντίληψης του ελλείμματος του άλλου και τελικά της αποδοχής του αδυνάμου, ως μόνη δίοδο στην αποδοχή του εαυτού μας.

Η εποχή λοιπόν θεοποίησε τη μη επικοινωνία, καθιστώντας την ατομική ψόφια εκτόνωση εμπρός σε κάθε είδους οθόνη, ως μόνη ικανοποίηση ενός ψυχικού κόσμου που αυνανίζεται χωρίς να ακουμπά τον εαυτό του, ζώντας με φαντάσματα και ναρκισσισμούς, φαντασιώνοντας ότι ζει με λουλούδια στην αυλή του. Όχι λοιπόν, ένα λουλούδι αληθινό απέχει από αυτό στην οθόνη, όσο ένα παιδί από τη μοχθηρότητα.

Κι από έναν πολιτισμό λοιπόν σε θραύσματα, έναν πολιτισμό που δεν έχει συνοχή και λειτουργεί κατ’ αποκοπή, κάτι που συνήθισαν τα μάτια μας και ο ψυχισμός μας σαν αυτονόητο και σαν «έτσι είναι», δεν περιμέναμε να φτάσουμε σε έναν πολιτισμό που διαχωρίζει, που απευθύνεται στους «ευνοημένους», σε αυτούς που υπακούν στις έτσι κι αλλιώς μη αγγελικές επιταγές της απεχθούς εκτελεστικής εξουσίας ή αλλιώς στο κυρίαρχο αφήγημα. Έστερξαν η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, το (καθόλου) φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κινηματογράφοι – σούπερ μάρκετ, θέατρα και όλοι οι χώροι πολιτισμού (!) να μας ενημερώσουν ότι δέχονται μόνο ανθρώπους που έχουν αποφασίσει να δεχτούν στο σώμα τους μια ουσία, ενώ όσοι δε δέχτηκαν, ακόμα κι αν είναι νόμιμοι ως προς αυτό, δε μπορούν να αποτελέσουν μέρος του προϊόντος που όλοι αυτοί οι φορείς λανσάρουν. Έβαλαν μάλιστα το σχετικό αυτοκολλούμενο κίτρινο άστρο στο τζάμι τους, με το οποίο (ψευδώς) ενημέρωναν το εμβολιασμένο κοινό τους που σε λίγο θα τους χειροκροτούσε από μέσα, ότι ο τόπος είναι καθαρός από τον ιό και ότι μπορούν άφοβα να εισέλθουν για να καταναλώσουν το προϊόν τους, που μετά από τόσους μήνες, ασφυκτιά και το ίδιο να διαδοθεί περαιτέρω. Κατανάλωση λοιπόν, για περιορισμένο κοινό, αυτό που πληροί τα κριτήρια που θέτει όχι ο ίδιος ο πολιτισμός, αλλά η εκτελεστική εξουσία με μια σχεδόν αριστοτεχνική διαπλοκή που η τελευταία επιδιώκει με το ( μη ) πολιτισμό.

Έτσι λοιπόν, όταν με ενθουσιασμό τα μέσα ανακοίνωναν ότι ανοίγουν οι θεατρικοί χώροι, οι κινηματογράφοι, οι αίθουσες συναυλιών και τα κάθε είδους εσωτερικά φεστιβάλ αλλά κι όταν οι «καλλιτέχνες» με κλαγγές ανακοίνωναν τις πρώτες συναυλίες τους, σίγουρα δεν απευθύνονταν σε όλους τους πολίτες, όπως κι αν είναι αυτοί, σε όποια πολιτική πλαγιά κι αν ξεκουράζουν το συνειδητό τους. Ξέχασαν λοιπόν να αναγράψουν όλοι αυτοί ότι από εμφανή πολιτική σκοπιμότητα, τιμωρητικής αυταρχικής διάθεσης, αποκλείστηκε μια μερίδα πολιτών, που σήμερα είναι αυτό και χθες ήταν φυματικοί και ομοφυλόφιλοι και αύριο θα είναι μουσουλμάνοι και κάτι άλλο. Κι αν, όπως λέει ο Ρωμαίος στοχαστής, η τιμωρία θα πρέπει να είναι ανεκτή από την αίσθηση δικαίου και τον ανθρωπισμό, ο εκθαμβωτικός μοντέρνος πολιτισμός καθόλου δε θέλει να σκέφτεται ή να πηγαίνει πιο βαθιά, αφού ανέλαβε το δύσκολο ρόλο να εφαρμόσει την οικονομική παντοκρατορία, στον τομέα του πολιτισμού, κι αυτό, πιστέψτε με, απαιτεί μεγάλη οργάνωση κι ένα καλό λογιστικό τιμ.

Λυπάμαι λοιπόν για αυτούς τους χιλιάδες τουρίστες που κατέκλυζαν όλα αυτά τα χρόνια, τη σπίνα λόγκα ή το Σανατόριο του Ασβεστοχωρίου της Θεσσαλονίκης, γιατί μάλλον κι αυτοί έδρασαν σαν καταναλωτές στο απάνθρωπο σούπερ – μάρκετ, χωρίς ίχνος αντίληψης για την αυταρχική κυριαρχία της εξουσίας, της όποιας εξουσίας, στους θεσμούς, στα γρανάζια του συστήματος, στον όχλο. Μα πιο μεγάλη θλίψη δημιουργεί η αντανάκλαση αυτής της υποταγής σε αντιδημοκρατικές επιβολές στο (ψόφιο) κουφάρι του τεθνεώτος πολιτισμού μας. Από την άλλη, χαίρομαι που δε ζει ο Αγγελόπουλος, ο οποίος ως πιθανά μη εμβολιασμένος θα αποκλειόταν από την τέχνη του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

γράφει: Παναγιώτης Λογγινίδης, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Δρ ευρωπαϊκού δικαίου Πανεπιστημίου Τουλούζης.